- ματαιότεχνος
- ματαιότεχνος, -ον (Α)αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη τέχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. λεπτότεχνος, πολύ-τεχνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ματαιοτεχνία — ματαιοτεχνία, ἡ (Α) [ματαιότεχνος] η μάταιη, ανώφελη ή ασήμαντη τέχνη … Dictionary of Greek
ՈՒՆԱՅՆԱՐՈՒԵՍՏ — ( ) NBH 2 0550 Chronological Sequence: 5c ա. ματαιότεχνος vanis artibus deditus. Որ զհետ է ունայն արուեստից կամ հնարից. *Վասն վայրապար ունայնարուեստ կենցաղոյս. Բրս. հց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)